- πατροπαράδοτος
- πατροπαράδοτοςhanded down from one's fathersmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πατροπαράδοτος — η, ο / πατροπαράδοτος, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει παραδοθεί από τους πατέρες, από τους προγόνους, που έχει μεταβιβαστεί διαδοχικά, ο κληρονομικός από παράδοση νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το πατροπαράδοτο (ενν. πράγμα) παράδοση, προγονική κληρονομιία 2 … Dictionary of Greek
πατροπαραδότως — πατροπαράδοτος handed down from one s fathers adverbial πατροπαράδοτος handed down from one s fathers masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πατροπαράδοτον — πατροπαράδοτος handed down from one s fathers masc/fem acc sg πατροπαράδοτος handed down from one s fathers neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πατροπαραδότοις — πατροπαράδοτος handed down from one s fathers masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πατροπαραδότου — πατροπαράδοτος handed down from one s fathers masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πατροπαραδότους — πατροπαράδοτος handed down from one s fathers masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πατροπαραδότων — πατροπαράδοτος handed down from one s fathers masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πατροπαραδότῳ — πατροπαράδοτος handed down from one s fathers masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πατροπαράδοτα — πατροπαράδοτος handed down from one s fathers neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιβλιοθήκη — Δημόσια ή ιδιωτική συλλογή βιβλίων ή χειρογράφων, οργανωμένη με σκοπό τη διατήρησή τους ή τη διευκόλυνση των αναγνωστών να τα συμβουλεύονται και να τα μελετούν. Ο όρος σημαίνει επίσης και τον τόπο όπου φυλάσσονται τα βιβλία, αλλά και… … Dictionary of Greek